ευεύρετος

ευεύρετος
εὐεύρετος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται εύκολα («ἐπιφανεῑς πανταχοῡ ὄντες εὐεύρετοι ἂν εἶεν», Ξεν.)
2. φρ. «χώρα εὐεύρετος ἑκάστοις» — χώρα στην οποία είναι εύκολο να βρεθεί το καθετί, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ευρετός (< ευρίσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὐεύρετος — easy to find masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεύρετον — εὐεύρετος easy to find masc/fem acc sg εὐεύρετος easy to find neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”